κυνόγλωσσος

κυνόγλωσσος
-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα τού σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνόγλωσσος — dog tongued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόγλωσσοι — κυνόγλωσσος dog tongued masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόγλωσσον — dog tongued neut nom/voc/acc sg κυνόγλωσσος dog tongued masc/fem acc sg κυνόγλωσσος dog tongued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • cinoglosa — (Del gr. kynoglossos < kinos, perro + glossa, lengua.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea de hojas rugosas y flores violáceas que se cultiva con fines decorativos. (Cynoglossum officinale.) SINÓNIMO [lengua de perro] viniebla * * * …   Enciclopedia Universal

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

  • κυνογλωσσώ — κυνογλωσσῶ, έω (Α) [κυνόγλωσσος] γαυγίζω σαν σκύλος …   Dictionary of Greek

  • κυνογλώσσου — κυνόγλωσσον dog tongued neut gen sg κυνόγλωσσος dog tongued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • cinoglosa — (Del lat. cynoglossos, y este del gr. κυνόγλωσσος, lengua de perro). f. Hierba de la familia de las Borragináceas, con raíz fusiforme, negra por fuera y blanca por dentro, tallo velloso de seis a ocho decímetros, hojas largas y lanceoladas… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”